εισβολή

εισβολή
Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε τρόπο, όπου κάποιος εισβάλλει, δηλαδή επεμβαίνει παραμερίζοντας τα εμπόδια. Αυτό συμβαίνει στους κλειστούς ή περιφραγμένους χώρους, αλλά και σε οποιαδήποτε περίπτωση έχει γίνει σαφής στους τρίτους η θέληση ενός ατόμου να μείνει ο χώρος του απρόσιτος. Όμως, σε διάφορες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα συναντώνται και πιο εξειδικευμένες έννοιες του όρου ε. που στοιχειοθετούν αδικήματα. Από την άποψη της ιστορίας και των πολιτικών επιστημών ο όρος αναφέρεται στην είσοδο σε ξένη χώρα, με κατακτητικούς ή ληστρικούς σκοπούς. Από κοινωνική άποψη, ο όρος χρησιμοποιείται όταν μια κατηγορία προσώπων καταλαμβάνει μια εδαφική περιοχή ή ένα επάγγελμα, που κατείχε έως τότε άλλη κατηγορία· για παράδειγμα, όταν σε μια εξοχική περιοχή αρχίζουν να χτίζονται πολυκατοικίες ή να δημιουργούνται τουριστικά καταστήματα ή όταν ένα επάγγελμα αρχίζουν να το εξασκούν κάποια άτομα, εκτοπίζοντας αυτά που το εξασκούσαν παλαιότερα. Με αυτή την έννοια, χρησιμοποιείται ο όρος και στην οικολογία.
* * *
η (AM εἰσβολή, Α και ἐσβολή)
επίθεση εχθρική, έφοδος («διὰ τὴν ἐς Σάρδεις ἐσβολήν»)
νεοελλ.
αιφνίδια, απροσδόκητη είσοδος ή εμφάνιση
μσν.
τοποθέτηση
αρχ.
1. (για νερό) εισροή
2. (για αρρώστια) προσβολή
3. συρροή λαθεμένων γνωμών
4. είσοδος, δίοδος
5. (για ποταμό στον πληθ.) εκβολές
6. αρχή, έναρξη
7. πρόλογος, προοίμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”